Γιώργος Αρκομάνης, «Σύγχρονη Μουσική»
(Η διάλεξη του συνθέτη που πραγματοποιήθηκε στον χώρο του An Art, στα πλαίσια της διημερίδας «Μουσική και μουσικοί», στις 16 – 17 Μαρτίου 2013).
Στις μέρες μας (ίσως περισσότερο από ποτέ), γίνεται πολύ συχνά λόγος για «σύγχρονη» μουσική. Ένας χαρακτηρισμός απόλυτα ακριβής, που τείνει να μεταλλαχθεί σε μία αφαιρετική έννοια, εκφράζοντας τα πάντα και το τίποτα. Ένας γραμματικός σακάτης, θα έλεγε κανείς! Και αυτό δεν θα αποτελούσε πρόβλημα, στην περίπτωση που εκπροσωπούσε κάποιο κίνημα ή ακόμα και κάποια εποχή (όπως είναι η κλασική ή η ρομαντική), μιας και δεν πιστεύω πως μπορεί να βρεθεί ο τέλειος περιγραφικός «τίτλος» και -μεταξύ μας- δεν χρειάζεται κιόλας.
Εδώ όμως, έχουμε μία εννοιολογική σύγχυση και όχι μόνο! Όταν αναφέρεται -λοιπόν- ο όρος «Σύγχρονη μουσική», πέρα απ’ την ετυμολογική του υπόσταση, στην κοινή συνείδηση ηχούν -σχεδόν ξεκάθαρα- τρεις λέξεις: Μοντερνισμός, πρωτοπορία και πρωτοτυπία. Ο μοντερνισμός, ήταν ένα κίνημα που γεννήθηκε στα τέλη του 19ου με αρχές του 20ου αιώνα, πρεσβεύοντας την αντίδραση προς τον συντηρητισμό και την παράδοση.
Η αντίδραση αυτή, στην πραγματικότητα, ήταν κοινωνική και απολύτως αναγκαία στην εποχή της. Τα πλοκάμια, όμως, του ακαδημαϊσμού, δεν άργησαν να την τυλίξουν, βάζοντάς της κάθε λογής καλούπια και νόμους. Έτσι άρχισε σιγά, σιγά ο εξαναγκασμός για κάθε τι πρωτότυπο και καθολικά διαφορετικό απ’ ότι ήδη υπήρχε, με την τελεσίδικη απαγόρευση κάθε στοιχείου που φλέρταρε με το χθες. Ένα λόμπυ δηλαδή, που απ’ τη μία εναντιώνεται σε νομικές καταπιέσεις και απ’ την άλλη μεσαιωνίζει γύρω απ’ τις επιβαλλόμενες απόψεις του, σχετικά με το σύγχρονο!
Έτσι, οι νεωτεριστικές τάσεις και τα ρεύματα που εξέφραζαν το καινούργιο και το διαφορετικό, στη συνέχεια χαρακτηρίστηκαν ως «πρωτοπορία», με απόγειο περίπου τα μέσα του 20ου αιώνα. Η πρωτοπορία και ο μοντερνισμός, είχαν και έχουν κοινό παρανομαστή το στοιχείο της «πρωτοτυπίας», το οποίο και κυριάρχησε από τότε μέχρι σήμερα.
Μοιραία λοιπόν, πολλοί καλλιτέχνες, γυρνώντας την πλάτη στην καθεστωτική -πλέον- αντίδραση, βρήκαν καταφύγιο σε πριμιτιβιστικές τάσεις, προσπαθώντας (κατά κάποιο τρόπο) ν’ αναθεωρήσουν και να επαναπροσδιορίσουν την εξέλιξη των πραγμάτων, μέσω της αναζήτησης μίας επικείμενης αλήθειας, θαμμένης στα βάθη του χρόνου. Μίας αλήθειας, βασισμένης στις ενστικτώδεις ανησυχίες της προγονικής ανθρωπότητας, αμόλυντης ακόμα απ’ την κοσμικότητα, καθώς και τα φιλοσοφικά αδιέξοδα του δυτικού πολιτισμού. Ο πριμιτιβισμός κατ’ επέκταση, τάχθηκε στην αντίπερα όχθη, απ’ αυτή του μοντερνισμού, με αποτέλεσμα την αντίστοιχη παγίωση του. Κάπως έτσι, εν’ ολίγοις, δημιουργήθηκε το φάσμα των κύριων ρευμάτων, που αποτελούν τα μητρικά σημεία της πλειοψηφικής σύγχρονης μουσικής σκέψης.
Μίας σκέψης που υποκρύπτει ένα συνεχές παιχνίδι κατακτήσεων, εξιδανικεύοντας το ως ιδεολογικό, ενώ στην πραγματικότητα καλύπτει οπαδικές ανάγκες της μάζας και του όχλου. Ο ένας ακαδημαϊσμός κυριεύει τον άλλον. «Τον ακαδημαϊσμό των απολιθωμένων ρεαλιστικών μέσων, τον εκτοπίζει ένας ακαδημαϊσμός πιο απολιθωμένων αρχαϊκών μέσων και αυτόν με τη σειρά του ένας άλλος μεταμοντέρνος κλπ., κλπ.»*. Και στους μεν και στους δε, υπάρχει ο σοβαρότατος κίνδυνος κατάλυσης της καλλιτεχνικής αλήθειας!
Θαρρείς και όλο το πρόβλημα είναι ανάμεσα στον οπισθοδρομικό συντηρητισμό των παραδοσιακών αξιών ή στην γείωση κάθε ανθρώπινης θύμησης του μοντερνισμού! Από τη μία, το μοντέρνο (ως αυτοσκοπός) πεθαίνει απ’ τον αυτοπροσδιορισμό του ως μοντέρνο, μιας και ο όρος αυτός υποδηλώνει κάτι εφήμερο. Συνεπώς, είτε είναι κάτι εφήμερο, είτε γίνεται καρικατούρα στην προσπάθεια του να εφευρίσκει νέους τρόπους καινοτομίας ως τεχνητές αναπνοές. Και από την άλλη η παράδοση, πολλές φορές αρέσκεται στις δάφνες τις, ξεχνώντας απάνθρωπα, πως όσα πρεσβεύει ήταν κάποτε σύγχρονα και ενδεχομένως πρωτότυπα. Φτάσαμε στο παιδιάστικο σημείο να δημιουργηθεί μία διαμάχη μεταξύ «παλιού» και «νέου». Και είναι πραγματικά αστεία, μιας και το «παλιό» ήταν κάποτε «νέο» και το «νέο» (στην καλύτερη των περιπτώσεων) θα γίνει «παλιό». Επίσης, το «νέο» δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς το «παλιό» και πολλές φορές που το πιστεύει, υπάρχει σαν αντίδραση σ’ αυτό. Και αντίστοιχα, το «παλιό» δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς το «νέο», μιας και έτσι δεν θα υπήρχε ούτε το ίδιο!
Αυτό που ουσιαστικά, υποβόσκει πίσω απ’ όλα αυτά, είναι η ανίατη «ίωση» των ακραίων απόψεων. Και δεν είναι καθόλου τυχαίο, μιας και οι ακραίες απόψεις, εγκυμονούν εύκολα διαλεκτικά τεχνάσματα για να πείσουν τους οπαδούς τους, πως η άποψή τους είναι η σωστή. Και τότε, εφησυχασμένοι αναπαύονται στον καναπέ των παραπόνων και της απραξίας. Εκεί όπου υπάρχει (τουλάχιστον γι αυτούς) η ασφάλεια της ανευθυνότητας.
Η μουσική πρωτοτυπία είναι ένα απόλυτα φυσιολογικό φαινόμενο, στα πλαίσια της υγιούς (αν μπορούμε να πούμε κάτι τέτοιο) εξέλιξης της τέχνης. Στις ρίζες της υπάρχει, είτε η ανανεωτική ανάγκη, είτε η αντίδραση. Έτσι και στο παρελθόν, οι συνθέτες καινοτομούσαν, είτε γιατί ζητούσαν ένα νέο τρόπο έκφρασης, είτε γιατί επαναστατούσαν. Οι επαναστάσεις κατά της εκκλησίας, της αριστοκρατίας κλπ., στην πραγματικότητα ήταν επαναστάσεις στα μουσικά και αισθητικά χαρακτηριστικά, τα οποία «ευνοούσαν» με οποιοδήποτε τρόπο αυτούς. Απ’ τα μέσα του 20ου αιώνα, σε πολλές χώρες, η επανάσταση (ειδικά η λεκτική) έγινε εύκολη υπόθεση, μιας και οι βιομηχανίες αντιληφθήκαν γρήγορα πως η εικόνα του «αντιδραστικού» είναι άκρως εμπορεύσιμη.
Έτσι, απαξιώθηκε η τάση αυτή και η σύγχρονη τέχνη απέκτησε (μετά τον ακαδημαϊσμό) έναν άλλο μεγάλο εχθρό: την pop έννοια του «σύγχρονου», που αφέθηκε στη λεγόμενη «μόδα» και έγινε το χρηματιστήριο της τέχνης, δίνοντάς της καταναλωτική αξία.
Η μόδα είναι το συνώνυμο του προσωρινού και κινητήρια δύναμη στα γρανάζια του καπιταλισμού. Όλα έρχονται και φεύγουν με μανιασμένους ρυθμούς, ώστε ο άνθρωπος της πόλης να βρίσκεται μόνιμα παγιδευμένος στη μιζέρια της κατανάλωσης, να μη σκέφτεται και να χειραγωγείται ευκολότερα. Γι αυτό άλλωστε, τη μόδα δεν την ενδιαφέρει αισθητικά το τώρα. Την ενδιαφέρει μόνο το χθες και το αύριο (φυσικά μ’ έναν τρόπο επιφανειακό, στηριζόμενη πάντα σε πολιτικές και τεχνάσματα ολικής διαστρέβλωσης). Και στο βάθος της, δεν βρίσκονται τίποτε άλλο παρά στοιχεία επιδεικτισμού και ματαιοδοξίας της ανωτεροποιού τάσης του θλιβερού κατωτερισμού της.
Φανταστείτε, γίνονται συνέδρια στα οποία επιβάλλονται οι εκάστοτε μόδες! Αποφασίζουν και διατάζουν τους οπαδούς τους πως θα εκφράζονται μέχρι το επόμενο συνέδριο, στο οποίο μπορεί να επιβληθεί ένα ριζικά διαφορετικό αισθητικό κριτήριο. Ε, λοιπόν φίλοι μου, αν αυτό δεν αποτελεί παραμόρφωση της ανθρώπινης νοημοσύνης, τι αποτελεί; Όπου και να κοιτάξει κανείς, ακόμα και στα λεγόμενα «εναλλακτικά» στυλ, θα βρει προσκολλημένες τις ανάλογες μόδες και συμπεριφορές. Και από ένα σημείο και έπειτα φαντάζουν όλα σαν καινοτομία, επειδή παρουσιάζουν το αλλόκοτο και το παράδοξο, βρίσκοντας γόνιμο έδαφος στην ανθρώπινη αφέλεια και αντιπαραθετική φοβία ως προς το «άγνωστο».
Άραγε, είμαστε σε θέση ν’ αντιληφθούμε τη σημαντικότητα ενός έργου; Και αν ναι, ας αναρωτηθούμε για μια στιγμή: Τι ποσοστό, αυτού που χαρακτηρίζουμε «μοντέρνο», «πρωτοποριακό» και «πρωτότυπο», ανήκει στις μέρες μας; Ίσως τελικά, πρέπει να αποδεχτούμε -κάποια στιγμή- πως τα πόδια είναι για να περπατάμε και όχι τα χέρια ή η μύτη μας και από την άλλη, δεν υπάρχει κανένας λόγος να επιστρέψουμε στο μπουσούλημα. Είναι καιρός -νομίζω-, η τέχνη να κάνει τη μεγαλύτερη επανάστασή της, που δεν είναι άλλη, από την επανάσταση στην ίδια την ιδέα της επανάστασης.
Όλοι οι μεγάλοι συνθέτες ήταν σύγχρονοι και πρωτοπόροι. Το έργο τους, ήταν άμεσα συνδεδεμένο με την κοινωνία και αν εστιάσουμε σ’ αυτό, θα δούμε τα σημάδια της παράδοσης, η οποία υπάρχει πάντα, είτε αισθητά, είτε ανεπαίσθητα, ακόμα και κατά τη γέννηση αντιδραστικών -σ’ αυτή- ρευμάτων. Συνεπώς, μουσική και κοινωνία είναι συγκοινωνούντα δοχεία μ’ ότι εμπεριέχονται σ’ αυτά (ακόμα και με τα στοιχεία της φαντασίας και του μεταφυσικού που είναι ζωτικής σημασίας).
Απ’ τον 20ο αιώνα, παρατηρείται μία τάση απόρριψης οποιουδήποτε ανθρώπινου στοιχείου, που εξ’ αρχής προσφέρει τροφή για σκέψη, όμως εν’ συνεχεία γίνεται ένα δυσλειτουργικό κράτος εν κράτη, που απλά σνομπάρει τα πάντα. Χρησιμοποιώντας εριστική διαλεκτική, αποδίδει φιλοσοφικές ιδιότητες ακόμα και στο πιο ασήμαντο, ενώ απ’ την άλλη κατακερματίζει τα μεγάλα ανθρώπινα επιτεύγματα του παρελθόντος.
Κάθε ιδεολογικό ρεύμα, έχει τάση προς την καταστροφή, μέσω της στασιμότητας, της εξασθένισης, της κλιμάκωσης και της παραμόρφωσης. Το ένα, βέβαια, φέρνει το άλλο και όχι απαραίτητα με την παραπάνω σειρά. Αυτό που μένει στο τέλος είναι, είτε το νόημα που είχε, που έχει ή που θα έχει κάποια στιγμή, είτε το πόσο βοήθησε (ακόμα και ερήμην του), στην αναζήτηση κάποιου άλλου νοήματος.
Άρα, βλέπουμε πως, δεν ευθύνονται οι ιδέες (που στην πλειοψηφία τους κρύβουν αδιαμφισβήτητα κοινωνικά στοιχεία), αλλά η ανθρώπινη λαίλαπα που ευνουχίζει κάθε ιδιαίτερη οντότητα, στην προσπάθειά της να εξημερώσει κάθε τι, καθιστώντας το ακίνδυνο (!). Αγωνίζεται μετά μανίας να ορίσει τα «είναι» και τα δεν «είναι», ενώ στην πραγματικότητα όλα «είναι»! Και αυτά που «είναι» πιο πολύ, είναι αυτά που δεν προσπαθούν να «είναι».
Έτσι, τοποθετεί την παραμικρή ιδέα στο μικροσκόπιο, την οριοθετεί και τις προσδίδει κανόνες και συμπεριφορές, μεταμορφώνοντας τη σε δόγμα. Στη συνέχεια, οι «πιστοί», αποποιούμενοι των ευθυνών, έχουν έτοιμα μοντέλα συστημάτων και ιδεολογιών, για να καλύψουν τη συνθετική αποστασία τους και έτοιμη κοινότητα, όχι μόνο να απευθυνθούν, αλλά και να τους αποδεχτεί αβίαστα. Μάλιστα, σε μερικές μειοψηφικές ομάδες, καλλιεργείται και το αίσθημα της μοναδικότητας. Έχουμε ακούσει πολλές φορές για συνθέτες που προηγούνται τις εποχής τους. Στην πραγματικότητα, πολύ φοβάμαι πως, είτε μένουν πίσω απ’ αυτή, είτε μένουν σ’ ένα «πουθενά». Όλα αυτά, δυστυχώς, καθησυχάζουν το ανθρώπινο ον, δίνοντάς του ψευδαισθητικές άμυνες, αποσπώντας το, από κάθε είδους κοινωνικού και πνευματικού αγώνα. Δεν είναι καθόλου τυχαίο, πως παρά την απίστευτη εξέλιξη στις συνθετικές διαδικασίες, οι ίδιοι οι συνθέτες (στην πλειοψηφία τους), έχουν επιλέξει, τα καθήκοντα τους να τελειώνουν στη γραφή της παρτιτούρας. Γιατί όχι, στην ηχοποίηση του έργου; Γιατί το χαρτί παρέχει πολλές ασφάλειες, σε σχέση με μια ζωντανή παρουσίαση που συνοδεύεται -καμιά φορά- από δυσάρεστες καταστάσεις, όπως είναι η αγοραφοβία, η κριτική, η ακόμα και μία ενδεχόμενη αποτυχημένη εκτέλεση.
Η αποχή αυτή, έχει εκφυλίσει τη μουσική πράξη.
Αναρωτηθείτε:
Σε πόσες συναυλίες «σύγχρονης» μουσικής έχετε πάει και από αυτές,σε πόσες ήταν καλοπαιγμένα τα έργα; Η έλλειψη προσήλωσης και πίστης! Η πίστη στον καλλιτεχνικό αγώνα και όχι η εμπλοκή του εγωισμού μας σ’ αυτόν.
Γι αυτό και δεν πρέπει να ενδίδουμε στον ανώφελο σκοπό ενός προσωπικού στίγματος. Η ματαιοδοξία του στίγματος, οδηγεί σε μία πλάνη, όπου ο καλλιτέχνης καταλήγει αδρανής να κυνηγάει την ουρά του, σε μία αυτιστική αναζήτηση ταυτότητας, που δεν είναι τίποτε άλλο, παρά η απόδειξη της ελλείψεώς της!
Όλα τα πνευματικά στοιχεία γνώσης, αποκτούν αξία, μόνο στην αναζήτηση της «αλήθειας» και όχι στην ανούσια εκπλήρωση ενός νοσηρού ναρκισσισμού.
Αυτή, πιστεύω, πρέπει να είναι και η μοναδική καλλιτεχνική αξίωση. Μέσω μίας πληθώρας φιλοσοφιών, αρχών, ιδεών, να εκφράζουμε -όχι αυτό που χειραγωγεί-, αλλά αυτό που απαιτεί η πραγματικότητα, όπως την αντιλαμβάνεται η προσωπική μας ολότητα, που κατ’ επέκταση είναι και μοναδική.
Αν της είμαστε πιστοί, μ’ έναν τρόπο που δεν ενισχύει τις ψυχολογικές τις ελλείψεις, αλλά την φέρνει ένα βήμα πιο κοντά σε ανιδιοτελείς αναζητήσεις, τότε η ίδια η προσωπικότητα μας, παράγει ένα έργο αληθινό, μοναδικό και πρωτότυπο.
Οι φόρμες, τα στυλ και τα συστήματα, δεν πρέπει να είναι τίποτε άλλο πέρα από χρώματα στη συνθετική παλέτα μας.
Βλέπετε, τελικά ο μεγαλύτερος εχθρός, όχι μόνο της σύγχρονης μουσικής, αλλά των πάντων, είναι η στενομυαλιά!
Και το να την πολεμάει κανείς, θέλει πολύ προσοχή, μιας και αφ’ ενός πρέπει να αγωνίζεται αποτελεσματικά και αφ’ ετέρου να προσέχει μήπως η πολεμική επιμονή στις απόψεις του, μετατρέψει και τον ίδιο σε στενόμυαλο. Κατά την γνώμη μου, αυτό είναι και το πρόβλημα του κόσμου αυτή τη στιγμή!
Βρίζουμε και πολεμάμε τον δίπλα μας, αυτός τον άλλο, ο άλλος τον άλλο και ο άλλος εμάς! Και δεν περνάει καν απ’ τη σκέψη μας, πως όλοι είμαστε μέρη αυτής της αδυσώπητης αλυσίδας.
Σήμερα, για πρώτη φορά στην ιστορία, έχουμε την πολυτέλεια ν’ ακούσουμε οποιοδήποτε έργο μουσικής, να μελετήσουμε οποιαδήποτε φιλοσοφική τάση, να γνωρίσουμε οποιαδήποτε πολιτιστική και πολιτισμική παράδοση, να βρούμε εξεζητημένες εργασίες για οποιοδήποτε ζήτημα τεχνογνωσίας και γενικώς να έρθουμε σ’ επαφή με μία γνώση άνευ προηγουμένου (με ότι αρνητικό αυτό μπορεί να συνεπάγεται). Η γνώση αυτή, μπορεί να μας διδάξει ένα και μόνο πράγμα:
Όλες οι σημαντικές θεωρίες και τα σημαντικά έργα, αποτελούν ένα καρουζέλ ανθρώπινης κληρονομιάς, γι αυτό και δεν πρέπει ν’ απαξιώνονται, ακόμα και αν φαινομενικά έχουν ξεπεραστεί. Και αυτό γιατί, η μία σκέψη είναι αυτή που οδηγεί στην επόμενη και επίσης (ειδικά στα θέματα αισθητικής) αυτή που είναι σημαντική σήμερα, είναι φαινομενικά ασήμαντη αύριο και ξανά σημαντική μεθαύριο. Άρα, όλα είναι πάντα επίκαιρα, ακόμα και κατά την υποτιθέμενη απουσία τους. Αυτό που μας διδάσκει η εποχή μας -λοιπόν- είναι πως, το μεγαλύτερο λάθος που μπορούμε να κάνουμε είναι να μιλάμε με δογματισμό, ο οποίος αποτελεί και τον θάνατο κάθε ιδέας. Όλα είναι θαυμαστά ρευστά! Μην ξεχνάτε πως μας διαφεύγει το πιο σημαντικό ερώτημα, που είναι και το φως κάθε πραγματικής αλήθειας.
Το νόημα της ζωής!
Έτσι, το μόνο που μας απομένει, είναι ο δρόμος, το ταξίδι, η αναζήτηση, ο αγώνας! Και όλα αυτά πραγματώνονται, μόνο μέσω της νεότητας.
Κάθε συνθέτης οφείλει να είναι νέος. Και νέος, είναι αυτός που διατηρεί το πνεύμα του φρέσκο και αβόλευτο, διαφυλάττοντας -παράλληλα- (με υγιή τρόπο) τις βιωματικές διδακτικές εμπειρίες.
Επίσης, κάθε συνθέτης οφείλει να είναι άνθρωπος!
Και κάθε άνθρωπος πρέπει να είναι σύγχρονος, για να αποτελέσει μία υγιή και λειτουργική μονάδα στο κοινωνικό σύνολο. Και σύγχρονος (εν τέλει), είναι αυτός που αφουγκράζεται την εποχή του, με γνώμονα -πάντα- το χθες, το σήμερα, αλλά και το αύριο.
Σας ευχαριστώ!